ταπεινότερον

ταπεινότερον
ταπεινός
low
adverbial comp
ταπεινός
low
masc acc comp sg
ταπεινός
low
neut nom/voc/acc comp sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υποκαθέζομαι — ΜΑ (αποθ.) (ο παθ. αόρ.) ὑποκαθέσθην έπαθα καθίζηση («τὸ μέρος τῆς γῆς... ὑποκαθέσθη καὶ ταπεινότερον ἐγένετο», Σχολ. Θουκ.) αρχ. κάθομαι κάπου χωρίς να γίνομαι αντιληπτός και, κυρίως, στήνω ενέδρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + καθέζομαι «κάθομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”